- δίσκηπτρος
- δί-σκηπτρος, ον,A two-sceptred, τιμή, of the Atridae, A.Ag.43 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίσκηπτρος — δίσκηπτρος, ον (Α) δίθρονος, δικρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σκήπτρον] … Dictionary of Greek
δισκήπτρου — δίσκηπτρος two sceptred masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)